- σκορβούτο(ν)
- το мед. цинга; скорбут (спец.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκορβούτο — σκορβούτο, το και σκορμπούτο, το (λ. ιταλ.), είδος αρρώστιας που προσβάλλει κυρίως τους ναυτικούς: Τρέφονταν πολλές μέρες με κονσέρβες κι έπαθαν σκορβούτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκορβούτο — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από ένδεια των βιταμινών C και Ρ. Είναι γνωστή από αιώνες και πολλές επιδημίες έχουν παρουσιαστεί κατά το παρελθόν και στην Ευρώπη· ιδιαίτερα προσβάλλονταν οι ναυτικοί κατά την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων,… … Dictionary of Greek
σκορβουτικός — ή, ό, Ν [σκορβούτο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκορβούτο 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από σκορβούτο … Dictionary of Greek
σκορβουτογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που προκαλεί σκορβούτο («σκορβουτογόνος διατροφή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορβούτο + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
κολλαγόνο — Ινώδης πρωτεΐνη της ομάδας των σκληροπρωτεϊνών (ονομάζεται και ελαστοϊδίνη), η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό της μεσοκυττάριας ουσίας των συνδετικών ιστών. Είναι η πιο άφθονη ζωική πρωτεΐνη στη φύση, ενώ εκτιμάται ότι αποτελεί το 30% της… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
Μπέρινγκ, Βίτους Γιόχανσεν — (Vittus Johansen Bering, Χόρσενς, Γιουτλάνδη 1681 – Νησιά του Κυβερνήτη, Κομαντόρσκιγιε Oστρόβα 1741). Δανός εξερευνητής. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση για τη ζωή της θάλασσας και αφού έκανε ένα ταξίδι στις Ανατολικές Ινδίες για να μάθει τη… … Dictionary of Greek
Σεντόφ, Γκριγκόρι Γιάκοβλεβιτς — Ρώσος εξερευνητής της Αρκτικής (1877 1914). Καταγόταν από οικογένεια ψαράδων. Το 1898 αποφοίτησε από τη Ναυτική Σχολή του Ροστόβ με τον βαθμό του τρίτου πλοίαρχου. Το 1901 έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και ονομάστηκε αρχικελευστής.… … Dictionary of Greek
σκορμπούτο — το βλ. σκορβούτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)